- απρόσβατος
- η , ο [ος , ον ] неприступный, недоступный, недосягаемый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απρόσβατος — ἀπρόσβατος, ον (Α) 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον πατήσει, άβατος, απρόσιτος 2. απλησίαστος, ακαταμάχητος … Dictionary of Greek
ἀπρόσβατος — inaccessible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσβατον — ἀπρόσβατος inaccessible masc/fem acc sg ἀπρόσβατος inaccessible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσβάτοις — ἀπρόσβατος inaccessible masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσβάτου — ἀπρόσβατος inaccessible masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσβάτων — ἀπρόσβατος inaccessible masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσβάτῳ — ἀπρόσβατος inaccessible masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσβατα — ἀπρόσβατος inaccessible neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσβατοι — ἀπρόσβατος inaccessible masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτράχαλος, -η — ο κακός τόπος, δυσπρόσιτος, δυσκολοδιάβατος, απρόσβατος: Μην ανεβαίνετε το βουνό από την κακοτράχαλη μεριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποτίβατος — masc/fem nom sg ἀποτίβᾱτος , ἀπρόσβατος inaccessible masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)